αναδεσαριά

αναδεσαριά
η [αναδεσάρι]
προβατίνα ή κατσίκα στην οποία προσκολλάται για θηλασμό αρνί ή ερίφιο που έχασε τη μητέρα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”